Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Breakdown lane
01
λωρίδα εκτάκτου ανάγκης, λωρίδα διακοπής
a lane on the side of a highway where vehicles can stop in case of emergency or mechanical failure
Παραδείγματα
The car pulled over into the breakdown lane after a flat tire.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην λωρίδα εκτάκτου ανάγκης μετά από ένα σκασμένο λάστιχο.
She called for help from the breakdown lane.
Ζήτησε βοήθεια από την λωρίδα ασφαλείας.



























