Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
singer-songwriter
/sˈɪŋɚsˈɔŋɹaɪɾɚ/
/sˈɪŋəsˈɒŋɹaɪtə/
Singer-songwriter
01
τραγουδοποιός, τραγουδιστής-συνθέτης
a musician who writes and performs their own songs
Παραδείγματα
As a singer-songwriter, he often plays guitar while singing his original songs.
Ως τραγουδοποιός, συχνά παίζει κιθάρα ενώ τραγουδά τα δικά του τραγούδια.
Her new album features tracks that showcase her talent as a singer-songwriter.
Το νέο της άλμπουμ περιλαμβάνει κομμάτια που επιδεικνύουν το ταλέντο της ως τραγουδοποιός.



























