Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to singe
01
καίω ελαφρά, ψήνω ελαφρά
to lightly burn something on the surface, causing minimal damage
Transitive: to singe sth
Παραδείγματα
He accidentally singed the edge of his shirt while lighting the candle.
Έκαψε ελαφρά την άκρη του πουκάμισου του κατά λάθος ενώ άναβε το κερί.
The cook used a torch to singe the hair off the poultry before cooking.
Ο μάγειρας χρησιμοποίησε έναν φακό για να καψειράρει τα τρίχωμα του πουλερικού πριν το μαγείρεμα.
02
καίω ελαφρά, ψήνω ελαφρά
to be lightly burned, usually on the surface,
Intransitive
Παραδείγματα
The tip of his hair singed when he got too close to the candle flame.
Η άκρη των μαλλιών του κάηκε ελαφρά όταν πλησίασε πολύ κοντά στη φλόγα του κεριού.
The edges of the paper singed in the heat, but it did n’t catch fire.
Οι άκρες του χαρτιού κάηκαν ελαφρά από τη θερμοκρασία, αλλά δεν άναψαν.
Singe
01
επιφανειακό έγκαυμα
a surface burn



























