
Αναζήτηση
Money pit
01
Χρηματική παγίδα, Επενδυτική τρύπα
used to refer to something on which one keeps spending more and more money
Example
The ambitious startup turned into a money pit, with investors pouring funds without seeing any profit.
Η φιλόδοξη νεοφυής επιχείρηση μετατράπηκε σε χρηματική παγίδα, με τους επενδυτές να ρίχνουν πόρους χωρίς να βλέπουν κανένα κέρδος.
The old house they bought turned out to be a money pit, as it required constant repairs and renovations.
Το παλιό σπίτι που αγόρασαν αποδείχθηκε ότι ήταν μια χρηματική παγίδα, καθώς απαιτούσε συνεχείς επισκευές και ανακαινίσεις.

Συναφή Λέξεις