Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
low-energy
01
χαμηλής κατανάλωσης, οικονομικό σε ενέργεια
describing something that has low levels of energy or requires minimal energy
Παραδείγματα
She prefers low-energy light bulbs to save electricity.
Προτιμά τις χαμηλής κατανάλωσης λάμπες για να εξοικονομήσει ηλεκτρική ενέργεια.
The device operates on low-energy consumption, making it eco-friendly.
Η συσκευή λειτουργεί με χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, κάνοντάς την οικολογική.



























