Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Active voice
01
ενεργητική φωνή, ενεργητική μορφή
(grammar) the voice in which the subject is the agent that does the action of the verb
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ενεργητική φωνή, ενεργητική μορφή