Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-catering
01
αυτοδιαχειριζόμενος, με κουζίνα
(of an accommodation or holiday) providing equipment for guests to prepare their meals themselves
Παραδείγματα
They booked a self-catering cottage for their holiday in the countryside.
Κράτησαν ένα εξοχικό με δυνατότητα αυτομαγείρευσης για τις διακοπές τους στην ύπαιθρο.
The self-catering apartments were equipped with a full kitchen for guests to use.
Τα διαμερίσματα self-catering ήταν εξοπλισμένα με πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα για χρήση από τους επισκέπτες.



























