Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-assured
01
με αυτοπεποίθηση, βέβαιος για τον εαυτό του
confident in one's abilities or qualities
Παραδείγματα
She walked into the room with a self-assured stride, exuding confidence.
Μπήκε στο δωμάτιο με ένα αυτοπεπεισμένο βήμα, εκπέμποντας αυτοπεποίθηση.
His self-assured demeanor made him stand out during the job interview.
Η αυτοπεποίθηση του τον έκανε να ξεχωρίσει κατά τη συνέντευξη εργασίας.



























