Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Self-assurance
01
αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη στον εαυτό
the confidence and trust one has in their own abilities, judgment, and decisions
Παραδείγματα
Her self-assurance helped her speak in front of a large audience.
Η αυτοπεποίθησή της την βοήθησε να μιλήσει μπροστά σε ένα μεγάλο ακροατήριο.
He walked into the interview with self-assurance and poise.
Μπήκε στη συνέντευξη με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.



























