Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Special offer
01
ειδική προσφορά, ειδική έκπτωση
a limited-time promotion or discount on a product or service
Παραδείγματα
The store had a special offer on shoes this week.
Το κατάστημα είχε μια ειδική προσφορά για παπούτσια αυτή την εβδομάδα.
Customers rushed to take advantage of the special offer.
Οι πελάτες έτρεξαν να επωφεληθούν από την ειδική προσφορά.



























