Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Changing room
01
καμαρίνι, αποδυτήριο
a room that people use in stores, gyms, schools, etc. to change or try on clothes
Παραδείγματα
She went to the changing room to try on the dress before deciding to buy it.
Πήγε στο αποδυτήριο για να δοκιμάσει το φόρεμα πριν αποφασίσει να το αγοράσει.
The gym 's changing room was spacious and equipped with lockers for members to store their belongings.
Το αποδυτήριο του γυμναστηρίου ήταν ευρύχωρο και εξοπλισμένο με ντουλάπια για τα μέλη να αποθηκεύουν τα αντικείμενά τους.



























