Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pierced earring
01
τρυπητό σκουλαρίκι, σκουλαρίκι για τρύπημα
an earring worn by piercing the ear, typically made of metal, plastic, or other materials, used as jewelry or adornment
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τρυπητό σκουλαρίκι, σκουλαρίκι για τρύπημα