LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pieplant
/pˈiːplant/
/pˈiːplænt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pieplant"
Pieplant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
long pinkish sour leafstalks usually eaten cooked and sweetened
word family
pieplant
pieplant
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
piemonte
piedmont type of glacier
piedmont glacier
pied-piping
pied-billed grebe
pier
pier glass
pier luigi nervi
pier mirror
pier table
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App