bon mot
bon mot
bɑ:n mɑ:t
μπαν ματ
British pronunciation
/bˈɒn mˈɒt/

Ορισμός και σημασία του "bon mot"στα αγγλικά

01

ευφυής και αστείος σχολιασμός, πνευματώδες σχόλιο

a smart and funny comment
example
Παραδείγματα
With one well-timed bon mot, she managed to diffuse the tension in the room.
Με ένα bon mot στην κατάλληλη στιγμή, κατάφερε να διαλύσει την ένταση στο δωμάτιο.
His bon mot at the dinner table had everyone laughing and praising his wit.
Το bon mot του στο τραπέζι του δείπνου έκανε όλους να γελούν και να επαινούν το πνεύμα του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store