Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bombast
01
φλύαρος λόγος, κενή ρητορική
pretentious speech or writing that sounds impressive but lacks real substance
Παραδείγματα
The politician 's speech was full of bombast but short on actual policy.
Η ομιλία του πολιτικού ήταν γεμάτη βομβαστική αλλά φτωχή σε πραγματική πολιτική.
His bombast masked a lack of understanding of the issue.
Η βομβαστική του γλώσσα κάλυπτε την έλλειψη κατανόησης του ζητήματος.
Λεξικό Δέντρο
bombastic
bombast



























