Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bombed
01
μεθυσμένος τελείως, μπουχτισμένος
extremely drunk or heavily intoxicated
Παραδείγματα
He got totally bombed at the party and could n't even remember the drive home.
Μεθύσει τελείως στο πάρτι και δεν θυμόταν καν το γυρισμό σπίτι.
She was bombed after celebrating her promotion all night.
Ήταν μεθυσμένη στο έπακρο μετά από τη γιορτή της προαγωγής της όλη τη νύχτα.
Λεξικό Δέντρο
bombed
bomb



























