Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bombastic
01
πομπώδης, φλύαρος
using inflated or pretentious language that sounds impressive but lacks real substance
Παραδείγματα
His bombastic speech was full of grand promises but little detail.
Η βομβαστική ομιλία του ήταν γεμάτη μεγάλες υποσχέσεις αλλά με λίγες λεπτομέρειες.
The article 's bombastic tone distracted from its weak argument.
Ο επιτηδευμένος τόνος του άρθρου αποσπούσε την προσοχή από το αδύναμο επιχείρημά του.
Λεξικό Δέντρο
bombastic
bombast



























