Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crying need
01
επείγουσα ανάγκη, κραυγή ανάγκης
an urgent need or desire that one feels for something
Παραδείγματα
In the aftermath of the natural disaster, there was a crying need for emergency medical supplies.
Μετά την φυσική καταστροφή, υπήρχε μια επείγουσα ανάγκη για έκτακτες ιατρικές προμήθειες.
The lack of affordable housing in the city created a crying need for more accessible options.
Η έλλειψη οικονομικών κατοικιών στην πόλη δημιούργησε μια επείγουσα ανάγκη για πιο προσιτές επιλογές.



























