Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Panic room
01
ασφαλές δωμάτιο, δωμάτιο πανικού
a safe room in an office or house where people can escape into in case of danger
Παραδείγματα
During the storm, they took shelter in the panic room, knowing it was the safest place in the house.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, κατέφυγαν στο δωμάτιο πανικού, γνωρίζοντας ότι ήταν το πιο ασφαλές μέρος στο σπίτι.
They felt more secure knowing they had a panic room with direct communication to the police.
Αισθάνθηκαν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας ότι είχαν ένα δωμάτιο πανικού με άμεση επικοινωνία με την αστυνομία.



























