Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to plan on
[phrase form: plan]
01
σχεδιάζω, σκοπεύω
to intend to do something in the future based on certain considerations or expectations
Παραδείγματα
I plan on traveling to Europe next summer.
Σχεδιάζω να ταξιδέψω στην Ευρώπη το επόμενο καλοκαίρι.
Businesses should plan on consumer demands when launching a product.
Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να σχεδιάζουν με βάση τις απαιτήσεις των καταναλωτών κατά την κυκλοφορία ενός προϊόντος.



























