Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to play upon
[phrase form: play]
01
εκμεταλλεύομαι, παίζω με
to take advantage of someone's feelings, fears, or weaknesses
Παραδείγματα
They played upon the superstitions of the villagers to keep them away from the forest.
Παίξανε με τις δεισιδαιμονίες των χωρικών για να τους κρατήσουν μακριά από το δάσος.
She played upon his guilt to make him agree to her demands.
Εκμεταλλεύτηκε το αίσθημα ενοχής του για να τον κάνει να συμφωνήσει με τις απαιτήσεις της.



























