Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cater for
[phrase form: cater]
01
ικανοποιεί τις ανάγκες, παρέχει ό
to provide everything people need or want in a specific situation
Παραδείγματα
The community center caters for the needs of residents through different programs.
Το κοινοτικό κέντρο ικανοποιεί τις ανάγκες των κατοίκων μέσω διαφόρων προγραμμάτων.
The resort caters for guests with various recreational activities.
Το θέρετρο ικανοποιεί τις ανάγκες των επισκεπτών με διάφορες ψυχαγωγικές δραστηριότητες.



























