Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ascribe to
[phrase form: ascribe]
01
αποδίδω σε, αναφέρω ως αιτία
to think or state that something is the result of a particular cause
Παραδείγματα
Some cultures ascribe certain personality traits to the positions of celestial bodies at the time of birth.
Μερικοί πολιτισμοί αποδίδουν ορισμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας στις θέσεις των ουράνιων σωμάτων κατά τη γέννηση.
The teacher ascribed the student's improvement to consistent effort and dedication.
Ο δάσκαλος απέδωσε τη βελτίωση του μαθητή στη σταθερή προσπάθεια και την αφοσίωση.



























