Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ascribe
01
αποδίδω, προσάπτω
to attribute a particular quality, cause, or origin to someone or something
Παραδείγματα
Many historians ascribe the fall of the empire to a combination of economic and military factors.
Πολλοί ιστορικοί αποδίδουν την πτώση της αυτοκρατορίας σε ένα συνδυασμό οικονομικών και στρατιωτικών παραγόντων.
She tends to ascribe her success to hard work and perseverance.
Τείνει να αποδίδει την επιτυχία της στη σκληρή δουλειά και την επιμονή.
Λεξικό Δέντρο
ascribable
ascribe



























