Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Asexuality
01
ασεξουαλικότητα, ασεξουαλισμός
a sexual orientation characterized by a lack of sexual attraction or desire for sexual activity
Λεξικό Δέντρο
asexuality
asexual
sexual
sexu
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ασεξουαλικότητα, ασεξουαλισμός
Λεξικό Δέντρο