Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to work upon
[phrase form: work]
01
δουλεύω πάνω σε, αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια σε
to dedicate time and effort to produce or fix something
Παραδείγματα
The mechanic worked upon fixing the car on the repair stand.
Ο μηχανικός δούλευε πάνω στην επισκευή του αυτοκινήτου στο στάνδο επισκευής.
Work upon preparing the garden bed for planting in the soil.
Εργασία πάνω στην προετοιμασία του κήπου για φύτευση στο έδαφος.



























