Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to help off with
[phrase form: help]
01
βοηθώ να βγάλει, βοηθώ στο να βγάλει
to assist someone in taking off a piece of clothing
Παραδείγματα
After the rain had stopped, he helped her off with her wet raincoat.
Αφού σταμάτησε η βροχή, τη βοήθησε να βγάλει το βρεγμένο αδιάβροχο.
She struggled to unzip her dress, so her friend offered to help her off with it.
Πάλεψε να ξεκουμπώσει το φόρεμά της, οπότε η φίλη της προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να το βγάλει.



























