Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to have around
[phrase form: have]
01
φιλοξενώ, έχω επισκέπτες
to have guests or people at one's home for a visit
Παραδείγματα
She enjoys having her friends around during the holidays.
Απολαμβάνει να έχει γύρω της τους φίλους της κατά τις διακοπές.
She likes to have her sister around for company.
Της αρέσει να έχει γύρω της την αδελφή της για παρέα.
02
έχω σε εύκολη πρόσβαση, κρατάω κοντά
to keep something readily accessible or nearby
Παραδείγματα
I always have snacks around for when I get hungry.
Πάντα έχω μαζί μου σνακ για όταν πεινάω.
It's good to have a first-aid kit around in case of emergencies.
Είναι καλό να έχετε κοντά ένα κιτ πρώτων βοηθειών σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.



























