Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bring along
[phrase form: bring]
01
παίρνω μαζί, φέρνω μαζί
to take someone or something to a place
Transitive: to bring along sth
Παραδείγματα
She usually brings her laptop along to work remotely.
Συνήθως παίρνει μαζί της το φορητό της υπολογιστή για να εργαστεί εξ αποστάσεως.
Bring a positive attitude along to the new opportunity.
Φέρτε μια θετική στάση στη νέα ευκαιρία.



























