
Αναζήτηση
polarized
01
πολωμένος, διαιρεμένος
divided into groups that strongly disagree
Example
The election results highlighted a polarized nation, with stark differences in voter preferences.
Τα αποτελέσματα των εκλογών ανέδειξαν μια διαιρεμένη χώρα, με έντονες διαφορές στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
Media coverage of the event became polarized, reflecting the divided opinions of the public.
Η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης για το γεγονός έγινε πολωμένη, αντικατοπτρίζοντας τις διασπασμένες απόψεις του κοινού.
word family
polar
Noun
polarize
Verb
polarized
Adjective

Συναφή Λέξεις