
Αναζήτηση
to polarize
01
πολώνω, πολόρροπος
cause to vibrate in a definite pattern
02
πολωίζω, πολωτικός
to be divided into two opposing groups
03
πολώνω, διαιρώ
to divide into two opposing groups

Συναφή Λέξεις
Αναζήτηση
πολώνω, πολόρροπος
πολωίζω, πολωτικός
πολώνω, διαιρώ