Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to note down
[phrase form: note]
01
καταγράφω, σημειώνω
to write something down so that it will not be forgotten
Παραδείγματα
I always note down important tasks in my planner.
Πάντα καταγράφω τις σημαντικές εργασίες στον πλάνερ μου.
She likes to note her thoughts down in a journal.
Της αρέσει να καταγράφει τις σκέψεις της σε ένα ημερολόγιο.



























