Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Passive smoking
01
παθητικό κάπνισμα, έκθεση σε παθητικό κάπνισμα
the act of inhaling smoke from another person's cigarettes, cigars, or pipes, especially involuntarily
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παθητικό κάπνισμα, έκθεση σε παθητικό κάπνισμα