Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
easy-going
01
χαλαρός, ήρεμος
calm and not easily worried or annoyed
Παραδείγματα
She ’s very easy-going and never gets stressed over small problems.
Είναι πολύ χαλαρή και δεν αγχώνεται ποτέ για μικρά προβλήματα.
His easy-going nature makes him a great person to travel with.
Η χαλαρή του φύση τον κάνει έναν υπέροχο άνθρωπο για ταξίδια.



























