Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
providing (that)
/pɹəvˈaɪdɪŋ ðˈæt ɔːɹ/
/pɹəvˈaɪdɪŋ ðˈat ɔː/
providing (that)
01
με την προϋπόθεση ότι, εφόσον
on the condition that; understanding that
Παραδείγματα
You can borrow my car, providing you return it by tonight.
Μπορείς να δανειστείς το αυτοκίνητό μου, με την προϋπόθεση ότι θα το επιστρέψεις μέχρι απόψε.
We will approve the budget, providing all expenses are justified.
Θα εγκρίνουμε τον προϋπολογισμό, με την προϋπόθεση ότι όλα τα έξοδα είναι δικαιολογημένα.



























