Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stand-off
01
αδιέξοδο, αντιπαράθεση
a situation in which reaching an agreement seems impossible
Παραδείγματα
The negotiation turned into a stand-off after both sides refused to compromise.
Η διαπραγμάτευση μετατράπηκε σε αδιέξοδο αφού και οι δύο πλευρές αρνήθηκαν να συμβιβαστούν.
The labor union and the company are currently in a stand-off over wage negotiations.
Το συνδικάτο και η εταιρεία βρίσκονται προς το παρόν σε αδιέξοδο σχετικά με τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις.



























