Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stand-alone
01
αυτόνομος, ανεξάρτητος
capable of operating independently or functioning without the need for additional support or connection
Παραδείγματα
The stand-alone device functions without needing an internet connection.
Η ανεξάρτητη συσκευή λειτουργεί χωρίς να χρειάζεται σύνδεση στο διαδίκτυο.
She bought a stand-alone air conditioner for her apartment.
Αγόρασε ένα ανεξάρτητο κλιματιστικό για το διαμέρισμά της.



























