Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Influencer
01
influencer, επηρεαστής
someone who encourages other people to purchase a product or service by talking about it on social media
Λεξικό Δέντρο
influencer
influence
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
influencer, επηρεαστής
Λεξικό Δέντρο