Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shoulder-length
01
μέχρι τους ώμους, μήκους ώμου
(of hair) long in a way that reaches down the shoulders
Παραδείγματα
She has shoulder-length hair that she styles every morning.
Έχει μαλλιά μέχρι τους ώμους που τα στυλάρει κάθε πρωί.
His shoulder-length locks were tied back in a ponytail.
Τα μαλλιά του μέχρι τους ώμους ήταν δεμένα σε αλογοουρά.



























