Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
zestful
01
ενεργητικός, γεμάτος ενθουσιασμό
full of energy, enthusiasm, and lively spirit
Παραδείγματα
The zestful performance of the dance troupe captivated the audience.
Η ζωηρή παράσταση της χορευτικής ομάδας γοήτευσε το κοινό.
Despite the challenges, her zestful approach to life inspired those around her.
Παρά τις προκλήσεις, η ζωηρή προσέγγισή της στη ζωή ενέπνευσε τους γύρω της.
Λεξικό Δέντρο
zestfully
zestfulness
zestful
zest



























