Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Boarding pass
01
κάρτα επιβίβασης, εισιτήριο επιβίβασης
a ticket or card that passengers must show to be allowed on a ship or plane
Dialect
American
Παραδείγματα
He forgot his boarding pass in the waiting area and had to rush back to get it.
Ξέχασε την κάρτα επιβίβασης του στην αίθουσα αναμονής και έπρεπε να τρέξει πίσω για να την πάρει.
She confirmed her frequent flyer number was on the boarding pass to earn miles.
Επιβεβαίωσε ότι ο αριθμός συχνών επιβατών της ήταν στην κάρτα επιβίβασης για να κερδίσει μίλια.



























