Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Boardhead
01
ένας παθιασμένος με το σέρφινγκ, εθισμένος στη σανίδα
a person who is deeply enthusiastic about surfing, often involved in the surf culture and lifestyle
Παραδείγματα
That guy ’s a total boardhead — he ’s at the beach before sunrise every day.
Αυτός ο τύπος είναι ένας boardhead—είναι στην παραλία πριν από την ανατολή του ηλίου κάθε μέρα.
Only a real boardhead would skip work to catch the morning swell.
Μόνο ένας πραγματικός boardhead θα παρατούσε τη δουλειά για να πιάσει το πρωινό κύμα.



























