Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
boastful
01
καυχησιάρης, μεγαλόστομος
showing excessive self-satisfaction in one's accomplishments, possessions, or capabilities
Παραδείγματα
His boastful comments about his recent promotion quickly grew tiresome to his colleagues.
Τα καυχησιάρικα σχόλιά του για την πρόσφατη προαγωγή του γρήγορα έγιναν κουραστικά για τους συναδέλφους του.
She avoided the boastful guest who kept bragging about his wealth and success at the party.
Απέφυγε τον καυχησιάρη καλεσμένο που συνέχεια καυχιόταν για τον πλούτο και την επιτυχία του στο πάρτι.
Λεξικό Δέντρο
boastfully
boastfulness
boastful
boast



























