Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
yucky
01
αηδιαστικός, σιχαμένος
unpleasant or distasteful in appearance, taste, or smell
Παραδείγματα
She wrinkled her nose at the yucky smell coming from the garbage bin.
Σούφρωσε τη μύτη της στη αηδιαστική μυρωδιά που ερχόταν από τον κάδο απορριμμάτων.
The yucky taste of the medicine made it difficult for the child to swallow.
Η αηδιαστική γεύση του φαρμάκου έκανε δύσκολο για το παιδί να το καταπιεί.



























