Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to yowl
01
ουρλιάζω, νιαουρίζω
cry loudly, as of animals
02
ουρλιάζω, κραυγάζω
utter shrieks, as of cats
Yowl
01
ουρλιαχτό, διαπεραστική κραυγή
a very loud utterance (like the sound of an animal)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ουρλιάζω, νιαουρίζω
ουρλιάζω, κραυγάζω
ουρλιαχτό, διαπεραστική κραυγή