Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to wriggle
01
στριφογυρίζω, κουτρουβάλα
to twist, turn, or move with quick, contorted motions
Παραδείγματα
The playful puppy wriggled with excitement as its owner approached with a treat.
Το παιχνιδιάρικο κουτάβι συστρεφόταν από τον ενθουσιασμό καθώς ο ιδιοκτήτης του πλησίαζε με ένα λιχουδιά.
The toddler could n't sit still and continuously wriggled in her chair during the family dinner.
Το νήπιο δεν μπορούσε να καθίσει ακίνητο και συνεχώς κουνιόταν στην καρέκλα της κατά τη διάρκεια του οικογενειακού δείπνου.
Wriggle
01
a twisting or turning movement
Παραδείγματα
The toddler 's wriggle made it hard to put on his shoes.
A wriggle of the worm indicated it was still alive.
Λεξικό Δέντρο
wriggler
wriggling
wriggle



























