Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to wrick
01
στραμπουλώ, στραμπουλίζω
twist suddenly so as to sprain
Wrick
01
μια οδυνηρή μυϊκή σπασμό, ειδικά στο λαιμό ή την πλάτη
a painful muscle spasm especially in the neck or back (`rick' and `wrick' are British)



























