Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wow
01
ουάου, πω πω
used to express a strong feeling of surprise, wonder, admiration, or amazement
Παραδείγματα
I ca n't believe you finished the race so quickly, wow!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τελείωσες τον αγώνα τόσο γρήγορα, ουάου!
Wow, I've never seen a building that tall.
Ουάου, δεν έχω δει ποτέ τέτοιο ψηλό κτίριο.
Wow
01
επιτυχία, αξιοσημείωτη επιτυχία
a remarkable success
02
ένα απίστευτα αστείο αστείο, μια ξεκαρδιστική πλάκα
a joke that seems extremely funny
to wow
01
εντυπωσιάζω, καταπλήσσω
impress greatly



























