Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
worried
01
ανησυχημένος, ανήσυχος
feeling unhappy and afraid because of something that has happened or might happen
Παραδείγματα
She was worried about her upcoming exams, feeling anxious about whether she had studied enough.
Ανησυχούσε για τις επερχόμενες εξετάσεις της, αισθανόμενη άγχος για το αν είχε μελετήσει αρκετά.
He was worried about his daughter's safety, feeling anxious about her late return home.
Ήταν ανήσυχος για την ασφάλεια της κόρης του, νιώθοντας άγχος για την αργοπορημένη επιστροφή της σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
unworried
worriedly
worried
worry



























