Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wordy
01
φλύαρος, μακρολόγος
using more words than necessary
Παραδείγματα
The professor 's lectures were often wordy, causing students to lose focus.
Οι διαλέξεις του καθηγητή ήταν συχνά φλύαρες, κάνοντας τους μαθητές να χάνουν την εστίαση.
Her essay was marked down for being too wordy and not concise enough.
Το δοκίμιό της βαθμολογήθηκε χαμηλότερα επειδή ήταν πολύ φλύαρο και όχι αρκετά συνοπτικό.
Λεξικό Δέντρο
wordily
wordiness
wordy
word



























